- γαύρα
- η обл самомнение, самодовольство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαύρα — η η αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυριάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
γαῦρα — γαῦρος exulting in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυρώνω — [γαύρα] γαυριάζω, έχω ορμή για συνουσία … Dictionary of Greek
γαυρίζω — εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. τού γαυριώ κατ άλλους γαυρίζω < γαύρα] … Dictionary of Greek
γαυρομανώ — ( άω) έχω ασυγκράτητη ορμή για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαύρα + μανώ < μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek